- ανακαθισμένος
- η , ο[ν]1) сидящий с вытянутыми ногами; 2) хорошо развитый, здоровый (о ребёнке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακαθιστός — ή, ό [ανακαθίζω] 1. ανακαθισμένος, πλαγιαστός με το κορμί όρθιο και τα πόδια απλωμένα 2. ως ουσ. ο ανακαθιστός χορός με δύο χορευτές αντιμέτωπους που ανακαθίζουν … Dictionary of Greek